ἐπαναλαμβανόμενος

ἐπαναλαμβανόμενος
ἐπαναλαμβάνω
take up again
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • βόλτα — Ποταμός (1.500 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Διαρρέει τα κράτη Μπουρκίνα Φάσο (πρώην Άνω Βόλτα), Ακτή του Ελεφαντοστού και, κυρίως, την Γκάνα. Σχηματίζεται στη βορειοκεντρική Γκάνα από τη συμβολή των δύο μεγαλύτερων κλάδων του, του Μαύρου Β. και του …   Dictionary of Greek

  • επασσύτερος — ἐπασσύτερος, α, ον (Α) 1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.) 2. συχνός, επαναλαμβανόμενος 3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα 4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει… …   Dictionary of Greek

  • ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …   Dictionary of Greek

  • κριγμός — ο (Α κριγμός) [κρίζω] τριγμός νεοελλ. ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • Ντισάν, Μαρσέλ — (Marcel Duchamp, Μπλενβίλ 1877 – Νεϊγί, Παρίσι 1968). Γάλλος ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μαζί με τον Φρανσίς Πικαμπιά ανάμεσα στους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος νταντά (ντανταϊσμός). Από τα πέντε αδέλφια του άλλοι τρεις ήταν γνωστοί… …   Dictionary of Greek

  • πεπτίδια — Οργανικές ενώσεις που προέρχονται από την υδρολυτική διάσπαση των πρωτεϊνικών ενώσεων (*πρωτεΐνες), οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους την αμιδική ομάδα NH.CO . Τα π. αποτελούνται από δύο ή περισσότερα, όμοια ή διαφορετικά, μόρια αμινοξέων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”